- ἐπεξέτασιν
- ἐπεξέτασιςfresh reviewfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξέτασις — ἐπεξέτασις, η (Α) [εξέταση] επιθεώρηση («ἐπεξέτασιν τοῡ στρατεύματος ἐποιήσαντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek